- κούρκος
- ο, θηλ. κούρκαάλλη λαϊκή ονομασία τής γαλοπούλας, αλλ. γάλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. curcă < σλαβ. kurka].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κούρκος — ο θηλ. κούρκα (λ. ρουμ.), ινδιάνος, γάλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύρκας — κύρκας, ὁ (Μ) 1. η ινδική όρνιθα, ο κούρκος, ο γάλος 2. μτφ. θωπευτική προσηγορία τών ανδρών από τις γυναίκες («οὕτω καὶ νῡν ἀνάστησον τὸν φίλτατόν μου κύρκαν», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κούρκος*] … Dictionary of Greek
διάνος — ο ινδική όρνιθα, κούρκος, γαλοπούλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)